Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Μετατρέπουν την Ελλάδα σε «αποθήκη ψυχών» για εκλογικά οφέλη


Η επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας

Κυριακή, 1 Ιούλ 2018


Άρθρο στο ΒΗΜΑ ένθετο της Κυριακής
Η ελληνική οικονομία βαδίζει στην ολοκλήρωση του Μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την έξοδο στις διεθνείς αγορές μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης  αβεβαιότητας. Οι διεθνείς αγορές παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις στη γειτονική Ιταλία, μία αρνητική τροπή των οποίων είναι βέβαιο πως δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Το αφήγημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που στηρίχτηκε στη  ρύθμιση του δημόσιου χρέους που μετέβαλε τη χώρα σε «αποικία», κατέρρευσε με πάταγο μετά και την απόφαση του Eurogroup. Η προσπάθεια πολιτικής εξαπάτησης με τη μορφή της «καθαρής εξόδου» από τα Μνημόνια απέτυχε. Η κυβέρνηση συμφώνησε σε ένα πλαίσιο αυξημένης μετα-προγραμματικής εποπτείας, σημαντικά βαρύτερο συγκριτικά με το αντίστοιχο άλλων χωρών, όπως πχ. η Πορτογαλία. Είναι φανερό ότι, οι Θεσμοί δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση της αμετροέπειας και των ερασιτεχνικών χειρισμών. Και κάπως έτσι η κυβέρνηση αποδέχτηκε ένα νέο Μνημόνιο με πρωτόγνωρα επαχθείς όρους. Χωρίς καμία χρηματοδότηση, με αυξημένη εποπτεία, με υποθήκη της δημόσιας περιουσίας μέχρι το ύψος των 25 δις ευρώ, με μέτρα 5,1 δις ευρώ το 2019 και το 2020 από τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου που θα γονατίσουν την ήδη υπέρμετρα επιβαρυμένη ελληνική κοινωνία, πλήττοντας ιδιαίτερα τα ασθενέστερα στρώματά της.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας την επόμενη μέρα είναι ανησυχητική, όχι μόνο λόγω της επικρατούσας εξωτερικής αβεβαιότητας αλλά, κυρίως λόγω της ασθενούς αναπτυξιακής δυναμικής της. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ολοφάνερα αδυνατεί να μετουσιώσει σε οικονομική ευημερία τις θυσίες των πολιτών στα προηγούμενα χρόνια. Μέρα με τη μέρα βουλιάζουμε σε μία θάλασσα πολιτικής αναξιοπιστίας και μεταρρυθμιστικής απραξίας. Η οικονομία μας καταγράφει σήμερα τους πλέον ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη, τη στιγμή που οι χώρες που ακολούθησαν προγράμματα προσαρμογής (Ιρλανδία, Κύπρος, Πορτογαλία) ανακάμπτουν δυναμικά, ανακτώντας το εθνικό προϊόν που απώλεσαν στην διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης. Αποκλίνουμε εισοδηματικά από τους ευρωπαίους εταίρους της, υποχωρούμε βαθμιαία στους δείκτες ανταγωνιστικότητας, υστερούμε σχεδόν σε όλους στους δείκτες που συγκροτούν την «καλή διακυβέρνηση» (λογοδοσία, διαφάνεια, κλπ.).
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει εγκλωβίσει την οικονομία στην παγίδα της λιτότητας, όπου οι φόροι αυξάνονται, η ανάπτυξη χωλαίνει και το χρέος παραμένει αμείωτο. Το 2014 υπολογίζονταν ότι το χρέος το 2022 θα ανερχόταν σε 117% του ΑΕΠ, ενώ στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα της κυβέρνησης προβλέπεται να ανέλθει στο 150%. Η μοναδική οικονομική πρόταση που κομίζουν είναι η φορολόγηση κάθε κινητής και ακίνητης αξίας. Αυξάνουν τους φορολογικούς συντελεστές στις επιχειρήσεις δημιουργώντας επενδυτικά αντικίνητρα, τη στιγμή που μεταξύ των κρατών της περιοχής μας παρατηρείται φορολογικός ανταγωνισμός. Αδιαφορούν για τη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση της εργασίας καθηλώνοντας τους μισθούς και αποθαρρύνοντας την απασχόληση, αυξάνουν την έμμεση φορολογία συμπιέζοντας ακόμη περισσότερο την καθηλωμένη ζήτηση (την περίοδο 2015-2018 οι έμμεσοι φόροι αυξήθηκαν κατά 15,2%). Έτσι όμως στεγνώνουν την αγορά από την αναγκαία ρευστότητα, αδειάζουν τις τραπεζικές αποταμιεύσεις των καταθετών, εκτοξεύουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη των φορολογουμένων. Σε αυτό το περιβάλλον είναι αναμενόμενη η φθίνουσα πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, η υποχώρηση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, η απροθυμία ανάληψης επενδυτικών εγχειρημάτων (-10,4% συγκριτικά με το α΄ τρίμηνο του 2017). Το παραγωγικό κενό της οικονομίας παραμένει το μεγαλύτερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, υποδηλώνοντας μία οικονομία που λειτουργεί πολύ κάτω από τις πραγματικές της δυνατότητες.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οδηγεί την οικονομία στην επόμενη φάση χωρίς μία αξιόπιστη αναπτυξιακή στρατηγική. Το αναπτυξιακό σχέδιο που παρουσίασε πρόσφατα στους εταίρους μας, βρίθει γενικολογίας, δεν περιλαμβάνει ποσοτικοποιημένους στόχους, αναμασά δοκιμασμένες και αναποτελεσματικές συνταγές του παρελθόντος, εξαγγέλλει πολιτικές χωρίς προηγούμενη μελέτη (όπως η ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας). Χειρότερο όλων στερείται μίας σύγχρονης και φιλόδοξης οπτικής, παγιδευμένη στα στενά όρια ενός παλιομοδίτικου κρατισμού. Γι’ αυτό και η Νέα Δημοκρατία  θα εφαρμόσει το δικό της αναπτυξιακό σχέδιο για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, πτυχές του οποίου έχουμε παρουσιάσει.
Η Ελλάδα χρειάζεται, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης που να  βοηθά την οικονομία να συμβαδίσει με τις αλλαγές που προκαλούν η τεχνολογική εξέλιξη και η παγκοσμιοποίηση. Ας μη ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε σημαντική υποχώρηση στην ανταγωνιστικότητά της την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, αδυνατώντας να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις στην παραγωγή και την εργασία. Σήμερα υποχωρούμε ολοένα περισσότερο στον κρίσιμο για την ανάπτυξη δείκτη της τεχνολογικής ετοιμότητας. Πυρήνας λοιπόν της αναπτυξιακής στρατηγικής πρέπει να είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας και η προσαρμογή της εργασίας σε αυτή. Η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός των ψηφιακών υποδομών, η σύνδεση της έρευνας με τη βιομηχανία, στοχευμένες κλαδικές πολιτικές που να ενισχύουν την εξωστρέφεια και την καινοτομία. Και βέβαια πρέπει να επενδύσουμε στη διαρκή κατάρτιση των εργαζομένων και να ενισχύσουμε τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης όπου υστερούμε σημαντικά.
Η επεξεργασμένη οικονομική πρόταση της ΝΔ αρθρώνεται γύρω από τρεις κύριους άξονες: τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στις επιχειρήσεις και την εργασία, την αποκατάσταση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, την προώθηση των απαιτούμενων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων με προτεραιότητα στις αγορές προϊόντων. Και μία δημοσιονομική πολιτική που να μην υπονομεύει την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων. Με μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, μπορούμε να επιτύχουμε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 4%. Κυρίως όμως η χώρα χρειάζεται μία κυβέρνηση που θα αποκαταστήσει τάχιστα την πολιτική αξιοπιστία μας στις διεθνείς αγορές και στα μάτια των εταίρων μας.
Η προκλητικά κυνική διαχείριση της εξουσίας της προηγούμενης τριετίας και η μίζερη αναπαραγωγή  των χαμηλών προσδοκιών δεν μας ταιριάζουν. Είναι καιρός να δώσουμε ελπίδα στους πολίτες, ευκαιρίες στους νέους μας. Η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα πολιτική αλλαγή.

Είναι πλέον βέβαιο. Ο Τσίπρας έχει αποφασίσει να δώσει τα πάντα στην Μέρκελ, ελπίζοντας ακόμα σε ανταλλάγματα, που θα του επιτρέψουν να παραμείνει όσο γίνεται, στην εξουσία και να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ζημία στις εκλογές. Της έδωσε την συμφωνία με τα Σκόπια. Θα της δώσει κι αυτό που ζητάει με την μεγαλύτερη πίεση. Την επιστροφή των μεταναστών, που πέρασαν αρχικά από την Ελλάδα και κατέληξαν στην Γερμανία. Ο πρωθυπουργός, όπως δήλωσε και στην εφημερίδα Financial Times, θα κάνει το χατίρι της γερμανίδας καγκελαρίου, που κινδυνεύει ακόμα και με πτώση από την εξουσία στην χώρα της, ελπίζοντας σε οικονομικά ανταλλάγματα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι χιλιάδες μετανάστες, που κατά την Τασία Χριστοδουλοπούλου «λιάζονται και μετά εξαφανίζονται», θα επανεμφανισθούν στην Ελλάδα και στις πλατείες. Αφού είχαν «εξαφανισθεί» γιατί είχαν πάει στην Γερμανία κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Γιατί το κάνει αυτό; Μα γιατί ελπίζει ότι θα του δώσουν ανάσα με την μείωση των συντάξεων, που έχει προνομοθετηθεί για το τέλος του έτους. Δηλαδή, ελπίζει ότι δεχόμενος πίσω χιλιάδες, κατά τεκμήριο μουσουλμάνους, μετανάστες, θα λάβει ως αντάλλαγμα την αναβολή για το τέλος του χρόνου της νέας μείωσης των συντάξεων, που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αντέξει πολιτικά κι εκλογικά. Καθώς από τον χρόνο επιβολής αυτού του μέτρου, θα εξαρτηθεί κι ο χρόνος των εκλογών.
Για την κυβέρνηση, επιδίωξη είναι να διεξαχθούν οι εκλογές τον Μάϊο 2019, μαζί με τις ευρωεκλογές, που εκτιμά ότι θα του επιτρέψουν να πάρει μια μικρή ανάσα. Γνωρίζει όμως με νέες περικοπές στις συντάξεις, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να πάει στις κάλπες χωρίς να υποστεί δεινή ήττα. Και γι’ αυτό επιδιώκει να αναστείλει την επιβολή του επαχθούς κι αντιλαϊκού αυτού μέτρου για μετά τον Μάϊο. Και για να το πετύχει αυτό, θα δεχτεί πίσω ακόμα και τους μουσουλμάνους μετανάστες και πρόσφυγες, που δεν έχουν λάβει άσυλο στην Γερμανία. Δηλαδή, η Ελλάδα θα μετατραπεί σε «αποθήκη ψυχών» για πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς, αυτή είναι η νοοτροπία τους.
Xτες το βράδυ, με πήρε τηλέφωνο από τη Νέα Υόρκη μια ηλικιωμένη κυρία, που παρακολουθεί την εκπομπή μου στο Blue Sky, μέσω της Hellas Sat. Μου μιλούσε κι έκλαιγε. Ανησύχησα. «Τι έχετε κυρία μου», την ρώτησα. Μου απάντησε με σπασμένη αλλά αξιοπρεπή φωνή:  «Με ρώτησε ο γιατρός μου, που είναι Αμερικανός, από ποιο μέρος της Ελλάδας κατάγομαι, και του είπα από την Μακεδονία. Και ποια γλώσσα μιλάτε στην Μακεδονία, συνέχισε. Όταν του απάντησα ότι μιλάμε ελληνικά, φυσικά, με διέψευσε: «Τι μου λες, στην Μακεδονία δεν μιλούν ελληνικά, μιλούν μακεδονικά».
Η ελληνίδα κυρία από τη Νέα Υόρκη, δεν μπόρεσε να το αντέξει και ξέσπασε. Όπως οι περισσότεροι Έλληνες, που άκουσαν τον πρωθυπουργό των Σκοπίων Ζάεφ να λέει στις Πρέσπες: «Εμείς οι Μακεδόνες, κι εσείς οι Έλληνες». Το πρόβλημα, που δεν κατάλαβαν ο κ. Αλ. Τσίπρας κι ο κ. Ν. Κοτζιάς, που προχώρησαν να συνάψουν την κατάπτυστη συμφωνία των Πρεσπών, είναι ότι η αναγνώριση εκ μέρους του ελληνικού κράτους της ταυτότητας και της γλώσσας των (ψευτο) «Μακεδόνων», στερεί την δική μας ταυτότητα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η υπόθεση της Μακεδονίας απασχολεί περισσότερο από κάθε τι άλλο την κοινή γνώμη τις τελευταίες μέρες. Κι η εκτίμηση, που κάνουν οι ειδικοί αναλυτές των δημοσκοπήσεων είναι ότι όσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνεχίζει να προκαλεί την ελληνική ψυχή, αναγνωρίζοντας την «Βόρειο Μακεδονία». ‪ Δεν ξέρω πόσοι το γνωρίζουν αλλά η Βουλγαρία ουδέποτε αναγνώρισε «μακεδονική» ταυτότητα και γλώσσα. Γιατί θεωρεί, και σωστά, τους ψευτομακεδόνες Βούλγαρους και τη γλώσσα που μιλούν βουλγαρική. Ότι δεν έκανε το βουλγαρικό κράτος το έπραξε το ελληνικό, εξαιτίας των αριστερών ιδεοληψιών Τσίπρα- Κοτζιά!‬
Αυτός είναι ο λόγος, που υποτίμησαν τις αντιδράσεις στην συμφωνία, που προωθούν. Αναγνώρισαν την ταυτότητα των Σκοπιανών ως «Μακεδόνων» αλλά στέρησαν την ταυτότητα από πολλούς Έλληνες. Εδώ και πολύ καιρό λέω και γράφω ότι η υπόθεση των Σκοπίων θα εξελιχθεί σε μεγάλη πολιτική ήττα για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Διότι θίγει την ψυχή ενός λαού, που εδώ και χρόνια διακατέχεται από ισχυρά, αρνητικά συναισθήματα, οργή, ντροπή, απογοήτευση, φόβο, ταπείνωση.
Ένας άνθρωπος μπορεί να ανεχθεί τους υπερβολικούς φόρους, την μείωση των συντάξεων, την φτώχεια αλλά δεν ανέχεται να χάσει την εθνική του ταυτότητα, διότι έτσι χάνει το νόημα της ύπαρξης του. Αυτό, οι διεθνιστές του ΣΥΡΙΖΑ δεν το καταλαβαίνουν. Αλλά το κατανοούν οι πολίτες, που σε συντριπτική πλειοψηφία, άνω του 80% αντιδρούν σε αυτή την κατάπτυστη συμφωνία. Και μπορεί να μην βγαίνουν στους δρόμους αλλά θα εκδηλώσουν την δυσαρέσκεια τους στην κάλπη.

Ας μην ξεχνάμε, όσο κι αν οι Συριζαίοι κατηγορούν τους διαφωνούντες με την συμφωνία ως «ρατσιστές», «εθνίκια», «ακροδεξιούς», «φασίστες», ότι οι πολίτες δεν ανήκουν σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες. Απλώς είναι πατριώτες, που στρέφονται στις παραδοσιακές αξίες, που τους ενισχύει την ταυτότητα τους σε εποχές πλήρους απαξίωσης…